ονθολόγος

ονθολόγος
ὀνθολόγος, ὁ (Α)
αυτός που μαζεύει την κοπριά ζώων, κοπρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνθος «κοπριά ζώων» + -λόγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀνθολόγοι — ὀνθολόγος dung gatherer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”